κατηχίζω

κατηχίζω
κατηχίζω (AM)
μσν.
συμβουλεύω επίμονα κάποιον, παροτρύνω
αρχ.
διδάσκω, κατηχώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού κατηχῶ, κατά τα ρ. σε -ίζω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κατηχίζειν — κατηχίζω pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατηχισμός — κατηχισμός, ὁ (AM) [κατηχίζω] 1. το να κατηχεί κάποιος, η διδασκαλία τών χριστιανικών δογμάτων, το κήρυγμα 2. το περιεχόμενο τής διδασκαλίας, το δόγμα που διδάσκεται κανείς …   Dictionary of Greek

  • ԵՐԱԽԱՅԱՑՈՒՑԱՆԵՄ — (ցուցի) NBH 1 0667 Chronological Sequence: Unknown date, 10c, 12c ն. ԵՐԱԽԱՅԱՑՈՒՑԱՆԵՄ ԵՐԱԽԱՅԵՑՈՒՑԱՆԵՄ. κατηχέω, κατηχίζω catechizo, initio, doceo rudimenta christianismi Մուծանել եւ կրթել ի կարգ երախայից մկրտելեաց. *Եւ զորս ոչ են մկրտեալ ի նոցանէ …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • ԵՐԱԽԱՅԵՑՈՒՑԱՆԵՄ — (ցուցի) NBH 1 0667 Chronological Sequence: Unknown date, 10c, 12c ն. ԵՐԱԽԱՅԱՑՈՒՑԱՆԵՄ ԵՐԱԽԱՅԵՑՈՒՑԱՆԵՄ. κατηχέω, κατηχίζω catechizo, initio, doceo rudimenta christianismi Մուծանել եւ կրթել ի կարգ երախայից մկրտելեաց. *Եւ զորս ոչ են մկրտեալ ի նոցանէ …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”